- οικιστήρ
- οἰκιστήρ, -ήρος, ὁ (Α)(ποιητ. τ.)1. οικιστής, ιδρυτής πόλεως («τῆσδε χθονὸς οἰκιστήρ», Πίνδ.)2. μτφ. ο οδηγός, αυτός που υποδεικνύει τον τόπο τού αποικισμού («καὶ Λιβύην ἐσιόντι κόραξ ἡγήσατο λαῷ δεξιὸς οἰκιστήρ», Καλλίμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κομισ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.